βλάχος

βλάχος
ο
1. ορεσίβιος, νομάς ποιμένας: Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει.
2. άξεστος, απολίτιστος, χωριάτης χωρίς τρόπους, μπαστουνόβλαχος: Είναι εντελώς βλάχος στους τρόπους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Γεώργιος — I (Αθήνα 1886 – 1951). Δημοσιογράφος και εκδότης. Γιος του λογογράφου Άγγελου Βλάχου (βλ. λ.), ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Διαδέχτηκε τον Κίμωνα Μιχαηλίδη ως εκδότης και διευθυντής του δεκαπενθήμερου περιοδικού… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Ανέστης — (Δράμα 1934 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου Θεάτρου και ξεκινώντας από το 1956, εμφανίστηκε σε περισσότερες από 80 ταινίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Φόβος, Με τη λάμψη στα μάτια, Ληστεία στην Αθήνα, Νταβέλης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Γεράσιμος — (Κρήτη 1607 – 1685). Λόγιος από την Κρήτη, μητροπολίτης Φιλαδελφείας, φιλόσοφος και θεολόγος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κρήτη πήγε στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές. Το 1652 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου διετέλεσε εφημέριος και… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Θεόδωρος — (μέσα 19ου αι.). Εθνικός αγωνιστής από την Κεφαλονιά, ηγέτης εξέγερσης κατά της αγγλικής κατοχής τον Αύγουστο του 1849. Απαγχονίστηκε από τους Άγγλους …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Νικόλαος — (Σαντορίνη 1893 – Αθήνα 1956).Ιστορικός. Καθηγητής της νεότερης ελληνικής ιστορίας, από το 1937 στο Πάντειο πανεπιστήμιο και από το 1939 στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ασχολήθηκε σε πολλές μελέτες του με προβλήματα φιλοσοφίας και… …   Dictionary of Greek

  • μπουρτζόβλαχος — ο άξεστος, αγροίκος χωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. μπουρτζόβλαχος είναι σύνθ. με α συνθετικό το λατ. burgus «πύργος» + Βλάχος και η αρχική της σημ. ήταν «ο Βλάχος τού πύργου», δηλ. ο Βλάχος που κατοικούσε στα ορεινά χωριά,… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Daskalogiannis — Ioannis Vlachos Ιωάννης Βλάχος Nickname Daskalogiannis Δασκαλογιάννης …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”